συνθαυμάζω

συνθαυμάζω
Α
1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνθαυμάζει — συνθαυμάζω join in wondering pres ind mp 2nd sg συνθαυμάζω join in wondering pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθαυμάσεις — συνθαυμάζω join in wondering aor subj act 2nd sg (epic) συνθαυμάζω join in wondering fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”